σπρίντερ

σπρίντερ
ο, Ν
άκλ. (αθλ.) δρομέας ή ποδηλάτης μικρών διαδρομών στις οποίες αναπτύσσονται μεγάλες ταχύτητες για μικρό χρονικό διάστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μπορζόφ, Βαλερί — (1949 ). Ολυμπιονίκης. Ο Βαλερί Μπορζόφ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1949 στο Σαμπίρ, μια μικρή πόλη της Ουκρανίας, η οποία ανήκε τότε στη Σοβιετική Ένωση. Σε ηλικία 20 ετών θεωρούνταν ήδη ο κορυφαίος σπρίντερ στη χώρα του και ένας από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”